Auf dieser Seite erhalten Sie eine detaillierte Analyse eines Wortes oder einer Phrase mithilfe der besten heute verfügbaren Technologie der künstlichen Intelligenz:
Ο κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσπεργκ (γερμ. Joseph Ludwig Graf von Armansperg), ή Γιόζεφ Λούντβιχ Άρμανσπεργκ (16/28 Φεβρουαρίου 1787 - 22 Μαρτίου/3 Απριλίου 1853), ήταν Βαυαρός πολιτικός και πρόεδρος του συμβουλίου της Αντιβασιλείας, το οποίο ορίστηκε να συνοδεύσει τον Όθωνα της Βαυαρίας στην Ελλάδα και να ασκήσει αντ' αυτού την εξουσία ως την ενηλικίωσή του.
Γεννήθηκε στο Καίτστινγκ της Κάτω Βαυαρίας. Διακρίθηκε στη πατρίδα του υπηρετώντας σε διάφορες διοικητικές θέσεις αναλαμβάνοντας διπλωματικές αποστολές με επιτυχία. Εκλέχθηκε στη συνέχεια βουλευτής και αντιπρόεδρος της Βουλής διακριθείς ως ρήτορας και για τα φιλελεύθερα αισθήματά του. Αργότερα διετέλεσε επί βασιλείας Λουδοβίκου Α΄ υπουργός Εσωτερικών, Οικονομίας και Εξωτερικών αναδιοργανώνοντας τις κρατικές υπηρεσίες, ανορθώνοντας έτσι την οικονομία της Βαυαρίας και πετυχαίνοντας την πρώτη τελωνειακή ένωση των κρατών της Γερμανίας. Ωστόσο, ήλθε σε σύγκρουση με τον κλήρο και στη συνέχεια με την Αυλή, οπότε εξαναγκάσθηκε και παραιτήθηκε.
Το 1828, μιας που δεν δέχθηκε να αναλάβει πρέσβης στο Λονδίνο, παρέμεινε μόνο σύμβουλος επικρατείας και γερουσιαστής. Το 1832, δέχθηκε να κατέβει στην Ελλάδα ως πρόεδρος της πενταμελούς Αντιβασιλείας. Ο Άρμανσπεργκ έφθασε στην Ελλάδα μαζί με τον Όθωνα και τα άλλα μέλη στις 6 Φεβρουαρίου 1833 στο Ναύπλιο συνοδευόμενος από τη σύζυγό του και τις κόρες του, με τη μεγαλύτερη εκ των οποίων ο Όθων δημιούργησε και ερωτική σχέση. Ο Άρμανσμπεργκ κατηγορήθηκε επίσης έντονα από πολιτικούς του αντιπάλους για προσβολή του Βασιλέως, όταν υποκίνησε τον ιατρό του Στέμματος Βίτμερ να πιστοποιήσει ότι η διανοητική και οργανική κατάσταση του Όθωνα δεν επέτρεπαν γάμο, προκειμένου ο ίδιος να παραμείνει στην διακυβέρνηση της χώρας.
Ο Άρμανσμπεργκ δεν ήταν ευγενής στους τρόπους του ούτε διπλωμάτης ούτε υποστηρικτής των γραμμάτων και των τεχνών. Ο απολυταρχικός τρόπος διακυβέρνησής του δημιούργησε έντονες αντιδράσεις στο νεοσύστατο βασίλειο, ειδικότερα όταν στράφηκε εναντίον των αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης, που διαφωνούσαν με την πολιτική του. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, τον οποίο φυλάκισε και οδήγησε σε σκηνοθετημένη δίκη με την κατηγορία της εθνικής προδοσίας. Η απολυταρχικότητά του προκαλούσε αντιδράσεις και εκτός της Ελλάδας δημιουργώντας πλείστα διπλωματικά επεισόδια, κυρίως εθιμοτυπικά, λόγω της έκδηλης φιλοαγγλικής πολιτικής του. Ο Μάουερ, μέλος επίσης του Συμβουλίου Αντιβασιλείας, τον κατήγγειλε δημόσια ως "διδάσκαλον της ραδιουργίας".
Μετά την ενηλικίωση του Όθωνα ανέλαβε πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου (αρχικαγκελάριος) στις 20 Μαΐου 1835. Κατά την μετάβαση του Όθωνα στη Βαυαρία προκειμένου να νυμφευθεί την Αμαλία του Ολδεμβούργου, η διακυβέρνησή του ήταν ακόμη πιο απολυταρχική. Όταν ο Όθων επέστρεψε συνοδευόμενος από τον Ρούντχαρτ, παύθηκε από τη θέση του 1837 και του αξιώματός του.
Ο Άρμανσμπεργκ στη συνέχεια επέστρεψε στη Βαυαρία με την οικογένειά του στο Μέγαρο Εγκ, την οικία των Άρμανσπεργκ, στο Ντέγκεντορφ τον Μάρτιο του 1837 και τελώντας υπό τη δυσμένεια του Στέμματος ιδιώτευε μέχρι του θανάτου του το 1853 στο Μόναχο.